(απόσπασμα συνέντευξης το 2010, από το περιοδικό «Κ»)
«Δεν έζησα τον έρωτα όσο ήθελα»
«Είναι τόσο απίθανο πράγμα να συμπέσουν οι βαθμοί του αισθήματος ακριβώς ανάμεσα σε δύο ανθρώπους - παρά μόνο ενδεχομένως για μία στιγμή. Μόνο. Από εκεί και πέρα έχουμε χάσματα και αυτό βοηθάει στο να μεγαλώνει το αίσθημα του ενός για τον άλλον, να μικραίνει το αίσθημα του άλλου για τον άλλον και να γίνεται αυτό το συναρπαστικό - είτε παιχνίδι είτε κυνηγητό είτε μαρτύριο, είναι οπωσδήποτε συναρπαστικό. Εάν ρωτήσεις, βέβαια, από πού έχω βγάλει αυτά τα συμπεράσματα, από πόσα όρη και βουνά ερώτων πέρασα, θα σου πω από ελάχιστα. Αλλά έχω μια εμμονή στο θέμα και στην αξία του θέματος και το γεγονός ότι δεν το εξάντλησα και δεν το έζησα ίσως όσο έπρεπε και όσο το ήθελα -ίσως και όσο ήμουν προορισμένη να το ζήσω-, αυτό με έχει κάνει να αισθάνομαι ολίγον μελετήτρια του θέματος και σαν να έχω μια πείρα· την οποία δεν έχω, αλλά πιστεύω ότι καλά προσανατολίζομαι στο πώς το σκέφτομαι, στο πώς διακρίνω την εξέλιξη και την αντοχή αυτού του αισθήματος. Η αντοχή του είναι πάρα πολύ μικρή. Το αποσταγμένο κέρδος αυτής της ιστορίας της ερωτικής και του αισθήματος είναι αυτός ο βασανισμός. Του ενός. (...) Υπάρχει εκεί ένα άλλο άγνωστο που δεν πρόκειται να δούμε ποτέ. Αυτό, όταν πάψεις να το κυνηγάς, έχεις πεθάνει. Εγώ αισθάνομαι πολύ πεθαμένη. Πώς να το κυνηγήσω; Με τα 77 μου έτη; Οση φαντασία και να βάλω, να διορθώσω τα δεδομένα και τις πραγματικότητες, ε, η καημένη δεν μπορεί να κάνει θαύματα».
«Η ευγένεια με κατέστρεψε»
«...βλέπω ότι είχα μια ευγένεια η οποία με κατέστρεψε. Έκλεισε το δρόμο στη ζωή μου. Υπέμεινα πράγματα που δεν θα έπρεπε να υπομείνω, με το αιτιολογικό μιας ευγένειας: ότι θα πίκραινα, θα πείραζα, θα αναστάτωνα των άλλων τη ζωή. Τελικά, έκανα μια αφαιρετική κατάσταση, να περιμένω να μου δοθούν τα πράγματα που επιθυμώ, χωρίς να θέλω να τα πάρω διά της βίας. Αλλά αυτό ήταν μια ήττα. Καθαρή ήττα. Και άδικα αυτός ο φίλος, σήμερα, χθες ή προχθές ή επί έτη, είτε είναι υπαρκτός είτε είναι η φωνή της συνειδήσεως, μου είπε ότι θέλω να καπελώσω τον κόσμο. Δεν θέλω καθόλου να καπελώσω τον κόσμο. Να καπελώσω έναν άνθρωπο, ναι, θα το ήθελα. Και αν ένας άνθρωπος είναι όλος ο κόσμος για μας κάποια στιγμή... Ναι, ναι, βεβαίως. Γιατί όχι; Αν εννοούσε ότι είναι πολύ ακατάλληλη στιγμή για να καπελώσω έναν άνθρωπο ή όλο τον κόσμο, θα του απαντούσα ότι δεν είναι καθόλου ακατάλληλη η στιγμή, εφόσον αναπνέω, σκέφτομαι, αισθάνομαι και επιθυμώ».
«Η νίκη ανήκει στους ηττημένους»
«Πιστεύω ότι η νίκη ανήκει στους ηττημένους. Ζούνε πολλά φοβερά πράγματα μέσα τους αυτοί που ηττώνται. Γιατί το αντέχουν. Επομένως, αφού το αντέχουν, είναι βαθύτεροι νικητές. Φαντάζομαι ότι ένα αποδεικτικό τού πόσων εκατομμυρίων ετών είναι η ζωή είναι η αντοχή των κακών ενστίκτων».
«Με το θάνατο συμπράττουμε»
«Το έχω δει, και το έχω πει, και θα το λέω, ως μότο και ως επωδό σε κάθε μου κουβέντα και σε κάθε μου πράξη: μισή ντροπή δική μου για ό,τι έκανα, μισή του θανάτου. Διότι συμπράττουμε. Σε ό,τι κάνω, εγώ και αυτός. Πες έγραψα κακά ποιήματα, φταίει η ηλικία, φταίει ότι φοβάμαι το θάνατο... Το αποτέλεσμα είναι μισό δικό μου και μισό του υπευθύνου. Και υπεύθυνος είναι ο θάνατος. Αν δεν ήταν να πεθάνω, θα ήμουν πολύ καλύτερα».
«Ένα διαρκές, γόνιμο παράπονο»
«Σήμερα κάποιος φίλος, έτσι ιδιόρρυθμος και κακός και α-συναισθηματικός, με είπε διεκδικητική, ότι θέλω να καπελώσω όλο τον κόσμο. Α, και είπε ότι μου αρέσει πάρα πολύ να κάνω το θύμα. Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό, γιατί εγώ αισθάνομαι συνεχώς ένοχη. Πώς πάει αυτό μαζί; Πώς μου αρέσει να είμαι θύμα ενώ συγχρόνως είμαι ένοχη; Πάνε αυτά τα δύο μαζί; Περπατάνε; Και ένοχος και θύμα; Δεν μου ήταν ποτέ εύκολο να συνεννοηθώ με άνθρωπο, ούτε μπορούσα να καταλάβω γιατί δεν με κατάλαβαν οι άνθρωποι. Ούτε μπορούσα να καταλάβω γιατί ήταν τόσο διαφορετικοί από εμένα. Αυτό βέβαια ήταν πάρα πολύ αφελές από τη μεριά μου. Αλλά και πολύ χρήσιμο. Γιατί με είχε σε μια διαρκή ταραχή και σε μια διαρκή διαμαρτυρία και σε ένα πολύ γόνιμο παράπονο».
Δηλαδή, αν σας καταλάβαιναν οι άνθρωποι, δεν θα γράφατε ποιήματα; (ακούγεται off η φωνή της Κατερίνας Πατρώνη (δημιουργός ντοκυμαντέρ αφιερωμένο στη Κική Δημουλά).
«Νομίζω ναι. Πρώτα-πρώτα, αυτό θα με έκανε να παραιτηθώ από το να προσπαθώ να τους καταλάβω εγώ. Προσπαθώ να καταλάβω αυτόν που είπε ότι μου αρέσει να είμαι θύμα. Άραγε, από πού το είδε αυτό; Μπορεί να περάσω δυο-τρεις μέρες με αυτήν τη σκέψη. Δεν είναι λοιπόν άσχημη η πλάνη που δημιουργείς στον άλλον ή το χάσιμο. Εγώ πάντως, πρέπει να σου πω, ότι μάλλον υπήρξα θύμα, με την έννοια ότι με κατέβαλαν πάρα πολύ οι συμπεριφορές των άλλων. Μόνο κατά τούτο. Δεν με κατέβαλαν συντριπτικά. Δεν με ακολούθησε η συνέπεια σε όλη μου τη ζωή, ούτε τη διαμόρφωσα. Αλλά την ώρα που συνέβαινε, με καταρράκωνε».
«Έπρεπε να έχω ωριμάσει»
«Είμαι λίγο θυμωμένη, όπως αντιλαμβάνεσαι. Μ' εμένα. Διότι έπρεπε να έχω ωριμάσει. Να μην απορώ με τίποτα».
«Η ποίηση έχει τη λύπη της απορίας»
«Το ερώτημα είναι αν παρηγορεί η ποίηση. Παρηγορεί, με το να αποσπά την προσοχή της λύπης του αναγνώστη από την αιτία της. Και να την παρασύρει να προσηλωθεί σε μια άλλη μορφή λύπης, που δεν είναι υστερική, που δεν είναι πιεστική, που δεν βιάζεται να βιωθεί, που δεν έχει υπερβολές και ουρλιαχτά. Και αυτή είναι η λύπη της απορίας. Η ποίηση έχει τη λύπη της απορίας. Εάν ο αναγνώστης πάρει αυτό το πράγμα -και όχι να του αρέσει η ποίηση διότι παρηγορήθηκε που έχασε έναν άνθρωπο ή έναν έρωτα-, τότε έχει ωφελήσει η ποίηση. Αλλιώς, είναι μια θεραπεία, ένα σκεύασμα για εξωτερική επάλειψη μόνο».
«Τι ψάχνω;»
«Ψάχνω έναν βαθουλό άνθρωπο για τη σούπα μου. Αυτό ορίζει πάρα πολύ καλά την ηλικία μου, τις λίγες απαιτήσεις μου και πόσο δυσεύρετο είναι ένα απλώς βαθουλό πιάτο».
ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ