ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ - ΣΜΑΡΑΓΔΗ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ


«Θάλασσα στο ποτήρι να σε πιω
στα γαλάζια νερά σου να χαθώ
το κορμί σου…την ψυχή σου ζητώ»
 
Αυτό ήταν το τραγούδι μας, το τραγούδι μιας αγάπης που σημάδεψε τη ζωή μου πέρα από το χώρο και το χρόνο. Εγώ της το είχα γράψει, τότε που ήμουν ακόμη παιδί.
«Ε, Στέλιο, γιε μου», η φωνή του καπετάν-Γιώργη με αποσπά από τις σκέψεις μου.
Στρέφομαι προς το μέρος του.
«Θα πάω με το καΐκι τους ξένους απέναντι, στη Σαπιέντζα, στη χρυσαφένια παραλία! Θέλεις να έρθεις;»
Κοντοστέκομαι και μετά βίας συγκρατώ ένα δάκρυ που πάει να κυλήσει στο μάγουλό μου.
«΄Έλα, αγόρι μου», επιμένει ο καπετάνιος. «Έλα να θυμηθούμε τα παλιά…όταν ήσουν μικρός και σ’ έπαιρνα μαζί μου να ρίξουμε τα δίχτυα…»
Είμαι έτοιμος να του πω ότι δε θέλω ν’ αφήσω τον πόνο να φωλιάσει στην ψυχή μου ούτε να θυμηθώ όλα εκείνα που μ’ έκαναν να κλάψω τόσο πολύ. Ωστόσο…
«Έρχομαι», ακούω τον εαυτό μου να λέει.
Και τώρα, καθώς είμαι καθισμένος στην πλώρη του καϊκιού, το σώμα μου είναι εδώ, το μυαλό μου όμως ταξιδεύει στο τότε, σ’ εκείνη.
Πόσες αναμνήσεις, Θεέ μου, πόσες αναμνήσεις.!!

Δεν υπήρχε πιο γλυκό πλάσμα σε όλη τη Μεθώνη από τη μοναχοκόρη του καπετάν-Γιώργη, τη Ρουμπίνη. Μελαχρινή, με μακριά κυματιστά μαλλιά, αμυγδαλωτά μάτια κι ένα μόνιμο χαμόγελο στο στόμα, ήταν για μένα το πιο όμορφο όνειρο…η αγάπη της ζωής μου. Γι’ αυτήν ήμουν το μωρό της, ο μικρός της αδερφούλης, όπως με αποκαλούσε χαρακτηριστικά.
Είχαμε μεγαλώσει στην ίδια γειτονιά, στη Γερανόπολη, ακριβώς δίπλα στο κύμα και δεν ήταν λίγες οι φορές που πηγαίναμε μαζί για μπάνιο στη θάλασσα ή ακολουθούσαμε τον πατέρα της στο ψάρεμα. Στο νησί της Σαπιέντζας, στο «δικό μας νησί», όπως το λέγαμε, πλάσαμε τα πρώτα μας όνειρα, τραγουδήσαμε τα πρώτα μας τραγούδια, παίξαμε με το νερό, καθίσαμε κάτω από τα δέντρα του δάσους κι εκείνη μ’ έπαιρνε αγκαλιά, με νανούριζε και μου έλεγε ιστορίες για δράκους, για πριγκιπόπουλα και βασιλοπούλες και για χώρες μακρινές.
«Θα σ’ άρεσε να γνωρίσεις κι άλλους τόπους, Ρουμπίνη;» τη ρωτούσα με αγωνία.
«Πάνω απ’ όλα αγαπώ το δικό μας τόπο, αδερφούλη», μου απαντούσε.
«Φοβάμαι».
«Τι φοβάσαι, καρδιά μου;»
«Μπορεί να φύγεις μια μέρα. Θα’ ρθει ένας όμορφος πρίγκιπας και θα σε πάρει μακριά από μένα! Θα με ξεχάσεις!».
«Όχι…όχι! Δε θα σ’ εγκαταλείψω, αγγελούδι μου», έλεγε και με φιλούσε στα μάτια για να με καθησυχάσει.
Αχ, εκείνο το φιλί ήταν γλυκύτερο κι απ’ το μέλι και παρακαλούσα να μην τελειώσει ποτέ!
Η ζωή, όμως, είχε άλλα σχέδια!
Όταν εγώ τέλειωνα την πρώτη τάξη του Γυμνασίου, η Ρουμπίνη έφευγε για σπουδές στην Αθήνα. Ο ίδιος ο καπετάνιος ήρθε να μας αναγγείλει το ευχάριστο νέο.
«Η Ρουμπίνη πέρασε πρώτη στην Παιδαγωγική Ακαδημία», είπε με καμάρι.
Η μάνα μου έβγαλε γλυκό βύσσινο για να κεράσει και να ευχηθούμε.
«Πάντα άξια η κόρη σου, καπετάν-Γιώργη», είπε χαμογελώντας.
«Θα’χουμε την πιο όμορφη δασκάλα!», συμπλήρωσε ο πατέρας μου.
Εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω! Ένιωθα σαν να μου είχε πάρει μια μάγισσα τη μιλιά. Ήμουν πολύ χαρούμενος για τη Ρουμπίνη, αλλά αυτός ο χωρισμός με φόβιζε.
«Μπράβο στη Ρουμπίνη, καπετάνιε», κατάφερα να ψελλίσω.
«Στενοχωριέσαι που φεύγει η παιδική σου φίλη, γιε μου;» με ρώτησε στοργικά εκείνος.
Έγνεψα «ναι» με το κεφάλι.
«Πήγαινε να τη βρεις! Σε περιμένει κάτω στο μουράγιο!»
Έβαλα φτερά στα πόδια κι έτρεξα κοντά της. Καθόταν σ’ ένα βραχάκι κι αγνάντευε το πέλαγος, σαν να περίμενε το καράβι που θα ερχόταν και θα την έπαιρνε. Το θαλασσινό αεράκι ανέμιζε τα μαλλιά της.
Την πλησίασα κι έπεσα στην αγκαλιά της βουρκωμένος.
«Σ’ αγαπώ», της είπα σιγανά στ’ αυτί. «Σ’ αγαπώ…»
«Κι εγώ σ’ αγαπώ, μικρούλι», μου απάντησε και μου χάιδεψε το κεφάλι όπως θα έκανε με ένα μωρό.
Την κοίταξα σχεδόν απελπισμένος! Την αγαπούσα τόσο πολύ. Νύχτες ολόκληρες την ονειρευόμουν, ήθελα να την αγγίξω, να τη φιλήσω, να την κάνω δική μου, μόνο δική μου, μα εκείνη τώρα ήταν έτοιμη ν’ ανοίξει τα φτερά της και να πετάξει. Τίποτα και κανείς δεν επρόκειτο να τη σταματήσει, γι’ αυτό κι εγώ έκλεισα την αγάπη μου στα βάθη της καρδιάς μου και σώπασα.
Έτσι έφυγε η Ρουμπίνη, αφήνοντας μου δώρο αποχαιρετισμού ένα ασημένιο σταυρουδάκι που το’χε από μικρούλα και δεν το είχε αποχωριστεί ποτέ ως τη στιγμή που μου το έδωσε.
«Για να με σκέφτεσαι όσο καιρό θα λείπω, μικρούλι, και να με νιώθεις κοντά σου», μου είπε κρεμώντας το στο λαιμό μου.
Τις ώρες που έμενα μόνος μου το έφερνα στα χείλη μου και το φιλούσα με λατρεία.
«Αγάπη μου, εσύ, θάλασσά μου, μη με ξεχνάς», ψιθύριζα.
Τα δυο χρόνια των σπουδών της πέρασαν γοργά σαν νερό. Στις διακοπές ερχόταν πάντα στη Μεθώνη, κοντά μας, όμως είχε αρχίσει να αλλάζει. Ήταν πιο όμορφη τώρα, γεμάτη χάρη και αυτοπεποίθηση κι εγώ δίπλα της ένιωθα τόσο αδέξιος και τόσο «λίγος».
Ένας τρόπος υπήρχε για να της αποδείξω ότι άξιζα την αγάπη της.
«Θα διαβάσω πολύ, θα γίνω ο καλύτερος μαθητής κι όταν τελειώσω το σχολείο θα την παντρευτώ!» είπα με πείσμα και ρίχτηκα στη μελέτη.
«Θα ανοίξω το καλύτερο μαγαζί εδώ στη Μεθώνη και θα την έχω βασίλισσα!! Τα απογεύματα του καλοκαιριού θα πηγαίνουμε στο νησί μας και….», έκλεινα τα μάτια μου και φανταζόμουν να κολυμπάμε ολόγυμνοι…οι δυο μας... «και μετά στο δάσος, κάτω από τα δέντρα…τα χέρια μου ν’ αγγίζουν τα στήθη της…να τη φιλώ αχόρταγα και λαίμαργα»…έφερνα στο νου μου ξανά και ξανά το φιλί της λίγο προτού αποχωριστούμε. Ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο…για μένα ήταν σαν να είχα γευτεί το μέλι όλου του κόσμου.
Όνειρα που τα μοιραζόμουν μόνο με τον εαυτό μου, τις κρύες νύχτες του χειμώνα, καθώς περίμενα να’ρθει το καλοκαίρι.
Πόσο άραγε διαρκεί ένα όνειρο;
Η ζωή είχε άλλα σχέδια!
Λίγο καιρό μετά την αποφοίτησή της η Ρουμπίνη διορίστηκε δασκάλα, όχι όμως στον τόπο μας, αλλά μακριά, κάπου σ’ ένα χωριό της Κρήτης.
Ένιωσα τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Μελαγχόλησα, δεν ήθελα ούτε να φάω ούτε να πιω, δεν μιλούσα σε κανέναν.
«Της εφηβείας είναι, θα περάσει!» έλεγαν οι δικοί μου, ανίδεοι για τη φουρτούνα που περνούσα.
Το σταυρουδάκι που μου’χε χαρίσει το έβγαλα από το λαιμό μου και το πέταξα σ’ ένα συρτάρι. Δεν ήθελα τίποτα που να μου τη θυμίζει…
Με αρνήθηκε, με ξέχασε, σκεφτόμουν.
Τέλειωσα το Λύκειο κι ακόμα δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Η Ρουμπίνη ζούσε πάντα στην Κρήτη. Φαίνεται πως ήταν ευτυχισμένη εκεί. Μάθαινα τα νέα της, βέβαια, από τον καπετάν-Γιώργη, αν και τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο.
Εξακολούθησα να έχω κάποιες κρυφές ελπίδες για μας, όμως…
«Η Ρουμπίνη μου παντρεύεται», μας είπε ο πατέρας της μια Κυριακή μετά την εκκλησία.
«Πώς; Πότε;» τον ρώτησα έκπληκτος.
Ο καπετάν-Γιώργης γέλασε.
«Ο καιρός περνά γρήγορα, γιε μου», είπε. «Να…ένας συνάδελφός της την αγάπησε και μου τη ζήτησε!»
«Κι εσύ…συμφώνησες, καπετάνιε;»
«Και βέβαια! Είναι καλός άνθρωπος και την αγαπάει πολύ. Θα περάσουν καλά μαζί».
Άραγε να την αγαπάει τόσο όσο κι εγώ; Κι εκείνη; αναρωτήθηκα μέσα μου.
«Εύχομαι…εύχομαι να’ναι καλορίζικη...»
Το ίδιο βράδυ τα έβαλα με τον εαυτό μου.
«Βλάκα!!!» επανέλαβα ξανά και ξανά, καθώς στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη. «Πώς μπόρεσες να πιστέψεις ότι η Ρουμπίνη θα ενδιαφερόταν ποτέ για σένα; Ξύπνα, επιτέλους, ξύπνα! Τώρα που πρόκειται να αρχίσει μια καινούργια ζωή νομίζει ότι θα’χει το χρόνο ή τη διάθεση να σε σκεφτεί;»
Αφού πέρασα πολλά βράδια ξάγρυπνος, σκέφτηκα πολύ κι αποφάσισα τελικά-μήπως είχα κι άλλη επιλογή;-να αφήσω πίσω μου τον κόσμο της σκιάς και των ονείρων και να κοιτάξω να βρω το δρόμο μου.
Ο τόπος μου με έπνιγε, δε με χωρούσε πια. Ήθελα να φύγω μακριά, να κάνω μια καινούργια αρχή. Πήγα στο Λονδίνο, όπου σπούδασα Δημόσιες Σχέσεις και στη συνέχεια εγκαταστάθηκα εκεί μόνιμα. Ουσιαστικά ήταν σαν μην υπήρχε τίποτα που να με τραβά στην πατρίδα μου.
Κι ο καιρός περνούσε. Έκανα διάφορες σχέσεις στη ζωή μου, καμιά όμως δεν αγάπησα όσο τη Ρουμπίνη. Εξακολούθησα να την κουβαλώ μέσα μου, κρατώντας την ασφαλισμένη σε μια γωνιά της καρδιάς μου σαν το πιο πολύτιμο πετράδι. Αν και το είχα πάρει απόφαση ότι ίσως να μην την ξανάβλεπα πια, μερικές φορές, κάτω απ’ τον μόνιμα συννεφιασμένο ουρανό του Λονδίνου, έρχονταν στο μυαλό μου εικόνες απ’ τη χρυσαφένια παραλία και το δάσος του δικού μας νησιού και η πραγματικότητα μπερδευόταν και πάλι με το όνειρο.
Μέχρι που ένα γράμμα μ’ έφερε πίσω ύστερα από 15 ολόκληρα χρόνια απουσίας.

«Φτάσαμε!» η φωνή του καπετάν-Γιώργη με επανέφερε στο σήμερα…
«Τίποτα δεν έχει αλλάξει», μονολόγησα καθώς πάτησα το πόδι μου στο χώμα του νησιού. «Όλα είναι όπως τότε: η παραλία, το δάσος…όλα είναι εδώ!»
«Όλα, εκτός από εκείνη!» ψιθυρίζει ο καπετάνιος.
«Πες μου, καπετάνιε, τι ακριβώς συνέβη;» τον ρωτώ.
«Η κόρη της, το καμάρι της! Μονάκριβη την είχε την πριγκηπέσα της και την έχασε! Ράγισε η καρδιά της, Στέλιο μου! Πόσο ν’ αντέξει κι αυτή; Έφυγε, πέταξε ψηλά η Ρουμπίνη μου! Μόνο που…»
«Τι, καπετάνιε;»
«Λίγο πριν ξεψυχήσει…σε ζήτησε…»
«Με ζήτησε; Εμένα;»
«Είπε…είπε… “Σ’ αγαπώ, μικρούλι, Στέλιο μου, αδερφούλη μου”… ένα δάκρυ κύλησε απ’ τα μάτια του καπετάν-Γιώργη.
Έσκυψα το κεφάλι. Ένας λυγμός ξέφυγε απ’ το στήθος μου, ύστερα κι άλλος κι άλλος, μέχρι που άρχισα να κλαίω με αναφιλητά.
«Αχ, Ρουμπίνη, ψυχή μου! Γιατί; Γιατί;»
Το στιβαρό χέρι του καπετάνιου άγγιξε τον ώμο μου.
«Θάρρος, αγόρι μου, προσπάθησε να φανείς δυνατός!»
«Δεν μπορώ! Δεν μπορώ!»
«Κοίταξε εμένα, γιε μου!!», φώναξε τραντάζοντας με δυνατά. «Η Ρουμπίνη ήταν η μοναχοκόρη μου, ό,τι είχα και δεν είχα! Κι όμως, δε λύγισα. Συνέχισα να ζω, συνέχισα…συνέχισα!!!…»
«Μόνο…μόνο ο Θεός ξέρει πόσο πολύ υποφέρω μέσα μου…», χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του.
Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα με βλέμμα θολό από το κλάμα.
«Κι ο…ο άλλος;» ψέλλισα με δυσκολία. Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια δεν μπορούσα να πω ο άντρας της.
«Δεν ξέρω! Εξαφανίστηκε…δεν έδωσε ποτέ σημεία ζωής!»
«Να τη θυμάται ακόμα, άραγε;»
«Μπορεί!»
Έκανα μια κίνηση με το χέρι μου.
«Θέλω να μείνω λίγο μόνος. Να θυμηθώ…να ξαναζήσω….»
Προχώρησα με τρεμάμενα βήματα στο εσωτερικό του δάσους, εκεί που άλλοτε καθόμασταν η Ρουμπίνη κι εγώ και μου έλεγε παραμύθια, με αγκάλιαζε, με φιλούσε στα μάτια, με νανούριζε…
«Που να’σαι άραγε τώρα, καρδιά μου;» αναρωτήθηκα. «Αχ, ας ήσουν εδώ να μ’ αγκαλιάσεις και πάλι όπως τότε…να με γεμίσεις φιλιά…να με νανουρίσεις…το χρειάζομαι τόσο πολύ…!!!»
΄Εκρυψα το πρόσωπό μου στα χέρια μου, ενώ τα δάκρυα έτρεχαν άφθονα.
Ξαφνικά ένιωσα ένα ζεστό χάδι στο κεφάλι μου και μια απαλή φωνή να μου ψιθυρίζει…
«Μην κλαις, καλό μου!»
Πετάχτηκα επάνω, τρέμοντας. Και τότε την είδα μπροστά μου: γλυκιά, χαριτωμένη, ντυμένη στα λευκά, να με κοιτάζει με τρυφερότητα.
«Ρουμπίνη…» κατάφερα να ψελλίσω. «Είσαι…είσαι εδώ, λοιπόν;»
«Ζω στην ψυχή σου, στην καρδιά σου, στον αέρα π’ αναπνέεις», μου αποκρίθηκε. «Σύχασε, μάτια μου, μικρούλι μου! Σε περίμενα…ήρθες!»
Άπλωσα τα χέρια μου προς το μέρος της.
«Σ’ αγαπώ…μη φύγεις…μείνε κοντά μου», την ικέτεψα.
«Μα είμαι κοντά σου. Όσο με κουβαλάς μέσα σου, δε θα πεθάνω ποτέ»
«Σε χρειάζομαι...δίπλα μου…»
«Όσο με κουβαλάς μέσα σου δε θα πεθάνω ποτέ».
«Μη σταματήσεις ποτέ να μ’ αγαπάς…να με προστατεύεις…Ρουμπίνη».
Έπεσα κάτω λιπόθυμος. Συνήλθα πολύ αργότερα, επάνω στο καΐκι που είχε, στο μεταξύ, πάρει το δρόμο της επιστροφής.
«Είσαι καλά, παιδί μου;» με ρώτησε ο καπετάν-Γιώργης με αγωνία.
«Ναι, καπετάνιε, μην ανησυχείς».
Άφησα τη ματιά μου να πλανηθεί πέρα μακριά. Το νησί είχε γίνει μια μικρή κουκίδα στον ορίζοντα και χανόταν σιγά-σιγά. Θα ήταν όμως πάντα εκεί και θα με περίμενε…θα ήταν πάντα το δικό μου νησί.
Κοίταξα τον ήλιο που έδυε και είχε γεμίσει με πορφυρά χρώματα τον ουρανό κι ένιωσα πως είδα και πάλι τη μορφή της να μου χαμογελά και να μου κουνά το χέρι.
Αυθόρμητα, το παλιό, αγαπημένο τραγούδι ανέβηκε στα χείλη μου:

“Θάλασσα στο ποτήρι να σε πιω
στα γαλάζια νερά σου να χαθώ
το κορμί σου…την ψυχή σου ζητώ”

Στο καλό, αγάπη μου, μοναδική μου και υπέροχη αγάπη, σκέφτηκα σφίγγοντας στη χούφτα μου το ασημένιο σταυρουδάκι, ελαφρά μαυρισμένο απ’ το χρόνο, που είχα βρει στο συρτάρι του παλιού μου δωματίου στο πατρικό μου σπίτι.
Η καρδιά μου ήταν ήρεμη, γαλήνια και προπαντός γεμάτη από εκείνη.

ΤΕΛΟΣ